- μπόγιας
- ο1) прям. , перен. палач; 2) живодёр; 3)презр. фараон, держиморда (о жандарме, полицейском)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπόγιας — ο (Μ μπόγιας) 1. δήμιος 2. υβριστ. υπάλληλος σκληρόκαρδος που καταδιώκει συστηματικά τους κατωτέρους του και κάνει κακό στους συνανθρώπους του νεοελλ. αστυνομικός ή δημοτικός υπάλληλος που περισυλλέγει από τους δρόμους τα αδέσποτα σκυλιά. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
μπόγιας — ο (λ. ιταλ.) 1. ο δήμιος. 2. υπάλληλος που πιάνει τα αδέσποτα σκυλιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τζελάτης — ο, Ν (παλ. τ.) δήμιος, μπόγιας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cellāt] … Dictionary of Greek
φούμος — ο, και φούμο, το, Ν 1. καπνιά 2. είδος μαύρης μπογιάς 3. φρ. «τού ριξα φούμο» μτφ. τόν καταψήφισα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. fumus «καπνός»]. τὸ, Μ καμάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού φούμη / φήμη κατά τα αρσ.] … Dictionary of Greek
φούμος — φούμος, ο και φούμο, το (λ. λατ.) 1. καπνιά, μουντζούρα. 2. είδος μελάνης από καπνιά, είδος μαύρης μπογιάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)